παυσίπονος — ending toil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυσίπονος — η, ο 1. αυτός που παύει τον πόνο. 2. το ουδ. ως ουσ., παυσίπονο κάθε φάρμακο που ανακουφίζει από τον πόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παυσίπονον — παυσίπονος ending toil masc/fem acc sg παυσίπονος ending toil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυσιπόνῳ — παυσίπονος ending toil masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυσίπονα — παυσίπονος ending toil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
ακεσίπονος — ἀκεσίπονος, ον (Α) αυτός που σταματάει τον πόνο ή τον μόχθο παυσίπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + πόνος] … Dictionary of Greek
αντιαλγικός — ή, ό αυτός που καταπραΰνει το άλγος, ο παυσίπονος … Dictionary of Greek
λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… … Dictionary of Greek